- τοιχοδομή
- ηκατασκευή τοίχου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχοδομή — η, Ν τοιχοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τοίχωμα — το, Ν 1. τοίχος, τοιχοδομή 2. επιφάνεια με την οποία περιορίζεται ένας χώρος ή μια κοιλότητα, η πλευρά οποιασδήποτε κοιλότητας (α. «τα τοιχώματα τού δοχείου» β. «τα τοιχώματα τού σκάφους») 3. ανατ. ονομασία επιφανειών που περιορίζουν διάφορες… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
τοιχοδομία — η τοιχοδομή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)